- σαγιτιά
- και σαγιττιά, η, Νβλ. σαϊτιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαϊτιά — σαϊτιά, η και σαγιτιά, η 1. εκτόξευση σαΐτας. 2. χτύπημα με σαΐτα. 3. μτφ., ερωτικά χτυπήματα: Κάθε της ματιά είναι σαϊτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)